10.6.15

ΕΥΑΝΘΙΑ 11/6/07 Πώς πέρασαν τα χρόνια...

Στα πλαίσια του ΚΔΒΜ της περιοχής μου είχα την τύχη να παρακολουθήσω κάποια μαθήματα δημιουργικής γραφής. Δυστυχώς για προσωπικούς λόγους δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω τον κύκλο μαθημάτων. Σε ένα μάθημα, λοιπόν, είχαμε ως θέμα τα λουλούδια. Χάρη στα λουλούδια και με αφορμή μια παράξενη επέτειο, σας γράφω μια ιστορία ή καλύτερα μια αλήθεια. 
Αυτή είναι η δική μου Ευανθία, η δική μου Μάχη. 

Όσο ο χρόνος κυλάει, μας λείπεις περισσότερο...



ΕΥΑΝΘΙΑ

-          Μαμά, γιατί τη γιαγιά τη λένε Ευανθία;
Ρώτησα μια μέρα άξαφνα τη μητέρα μου. Θυμάμαι όταν πρωτοσυλλάβισα το όνομά μου, πήγαινα σχολείο πλέον. Ναι, αυτό για το οποίο με κοροϊδεύανε χρόνια ολάκερα στο δημοτικό. Μάχη. Πήρα το όνομα της γιαγιάς μου λένε και πάντα για να  με πειράξουνε με φωνάζανε Ανδρομάχη. Δεν ξέρω γιατί, πάντα μισούσα αυτό το όνομα και έλεγα σε όλους όχι με λένε σκέτο ΜΆΧΗ. Σκέτο Μάχη; Εκεί άρχιζαν οι συζητήσεις περί θρησκείας που τόσο τις βαριόμουν όντας 7-9 χρονών. Και εγώ μούτρωνα και έλεγα Μάχη με λένε και σε όποιον αρέσει.

Μεγαλώνοντας η γιαγιά μου ζούσε πλέον μαζί μας λόγω απασχόλησης των γονιών μου. Τα δυο κουτσούβελα, εγώ και ο αδερφός μου, θέλαμε, όχι απαραίτητα κάποιον να μας προστατεύει ούτε να μας φροντίζει αλλά να περνάει ελεύθερο χρόνο μαζί μας. Ήταν μάλιστα ευκαιρία γιατί η γιαγιά ήταν σε σύνταξη πια και στενοχωριόταν που έμενε μόνη της μακριά από όλα της τα εγγόνια. Πέντε για την ακρίβεια ως τότε. Αλλά για κάποιο λόγο η μάνα πάντα με την κόρη καταλήγει. Έτσι και έγινε, σε αυτή την περίπτωση.

Όταν μετακομίσαμε στο καινούριο σπίτι, κούτσα στραβά στο παιδικό δωμάτιο μπήκαν και κάποια από τα πράγματα της γιαγιάς. Το μονό της κρεβάτι, τα άπειρα βιβλιαράκια της – όλα χριστιανικού περιεχομένου, παλαιοημερολογίτισσα κιόλας. Με το κομποσκοίνι της και το προσευχητάρι της ανά χείρας πρωί, μεσημέρι, βράδυ να χάνεται στη δική της γωνιά να μην την ενοχλήσει κανείς. Είχε και άλλα πράγματα, όμως, κρυμμένα στη μικρή της ντουλάπα. Η μαμά με έβλεπε που έψαχνα κάθε τρεις και λίγο και μου φώναζε μην της τα ανακατέψω γιατί είναι πολύτιμα, τα έχει όλα μια ζωή. Έχουν κάνει μακρυνό ταξίδι να καταλήξουν εδώ.

Όταν πια τελειώνοντας το δημοτικό, έπιασα μόνη μου τη γιαγιά να τη ρωτήσω. Στα κρυφά αυτό που είχα προλάβει να δω ήταν λουλούδια, πολλά λουλούδια, πολλά χρώματα, όλα μπερδεμένα. Τι τα έκανε, όμως, όλα αυτά που δεν τα χρησιμοποιούσε ποτέ;
Είπε να μου διηγηθεί την ιστορία της. Γεννήθηκε κάπου στα βάθη της σημερινής Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Σε μικρή ηλικία αυτή και τα άλλα της 4 αδέρφια ορφάνεψαν. Εκείνη είχε και ένα δίδυμο αδερφό. Της φέρονταν, βέβαια, σαν να ήταν το στερνοπούλι. Αυτό το στερνοπούλι παντρεύτηκε πολύ γρήγορα πριν καν ενηλικιωθεί. Τον μικρό Νικόλα και τη Φωτεινή τους έχασε σε ηλικίες 3 και 4 ετών από μια παιδική – τότε ανίατη – ασθένεια. Το τρίτο της παιδί, τον Παύλο, της τον πήραν κάτι συγγενείς γιατί ο άντρας της δεν ήταν καλά και ‘θελαν, έτσι της λέγανε, να τη βοηθήσουν. Το τέταρτο της, το ονόμασε και αυτό Φωτεινή αλλά της την άφησαν γιατί η κόρη είπαμε πάντα με τη μάνα πάει. Ήταν δεν ήταν 24-27 χρονών με ένα κορίτσι 3 ετών και ένα ακόμη μωρό στην κοιλιά. Τη θυμάμαι αυτή τη φωτογραφία. Εκείνη στα μαύρα δαντελωτά ρούχα να κλαίει με τη φουσκωμένη της κοιλίτσα πάνω από ένα φέρετρο λευκό γεμάτο γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα. Να κλαίει για ένα ακόμη χτύπημα της μοίρας.
Λίγους μήνες μετά, ήρθε στον κόσμο το πέμπτο της παιδί. Ο Σταθίκος. Του έδωσε το όνομα του πατέρα του. Πώς να εξηγήσεις σε ένα μωρό όμως ότι ο πατέρας του είναι κάπου μακριά, κάπου που δεν μπορείς να τον επισκεφτείς; Από δω και πέρα θα ήταν μάνα και πατέρας εκείνη για τα ορφανά της.
Δούλευε νυχθημερόν στα βαμβάκια, στα εργοστάσια, στις κυράδες με τα μεγάλα σπίτια. Είχε όμως πάντα φροντισμένα τα παιδιά της τα δυο. Γιατί ο Παυλίκος τον είχανε πάρει οι συγγενείς στην Ελλάδα και ποτέ δεν της το συγχώρεσε. Αργά την έμαθε την αλήθεια και δαυτός.

Τα χρόνια είχαν περάσει και κάπου το ’66 ένα μεγάλο καράβι ήρθε να πάρει όσους Έλληνες θέλανε να γυρίσουν στην πατρίδα. Δύσκολα τα χρόνια στη Ρωσία αλλά όμορφα. Πάντα μου έλεγε η μητέρα μου πώς ζούσε εκεί στη Ρωσία, για τα παιχνίδια της και το σχολείο της, τα Ρωσικά και τα Ελληνικά που μάθαινε. Όμως, μου έλεγε, στη Ρωσία ήσουν Ελληνάκι και στην Ελλάδα Ρωσάκι. Πόναγε να ‘σαι Έλληνας, παπούτσι από τον τόπο σου αλλά να σε κοροϊδεύουν λες και είσαι ξένος, παλιάνθρωπος.
Σε αυτό το καράβι, πρόλαβε και έβαλε μέσα σε κάτι κούτες τα πολύτιμα αγαθά της. Τα ταξίδεψε από τη μακρινή Ρωσία μέρες και νύχτες ώσπου κάποια μέρα ήρθε η ώρα και αποφάσισε να μου τα δείξει. Αυτά τα χρωματιστά λουλούδια ήταν ό,τι είχε και δεν είχε από τη ζωή της, από το γάμο της εκεί. Ήταν η υπόσχεσή της ότι θα ζήσει να μεγαλώσει τα παιδιά της, να μάθουν να χαίρονται τα απλά πράγματα και να ζούνε πάντα ενωμένοι με τις οικογένειές τους. Αυτά τα λουλούδια ήταν τα πλουμιστά πολύχρωμα υφάσματα της από την Τασκένδη. Ήταν η προίκα της. Κάποια τα είχε κεντήσει εκείνη, κάποια τα είχε φτιάξει με τα βαμβάκια που μάζευε τα ημερόνυχτα στα χωράφια και κάποια άλλα της τα είχε κάνει δώρο ο άντρας της. Εκείνη, μέχρι και σε πολύ μεγάλη ηλικία φορούσε πάντα μαύρα.
Ετών 65 όταν διηγιόταν αυτήν της την ιστορία. Εγώ αναφώνησα: «Γιαγιά, γιατί; Μα είναι τόσο ωραία όλα αυτά τα λελούδια; Γιατί τα κρύβεις;»
Ξαφνικά, την άλλη μέρα, έπιασε και έραψε άπειρα φορέματα από αυτά τα υφάσματα. Τα μαύρα τα έκρυψε. Δεν της πήγαιναν άλλωστε. Δεν έφτιαξε ποτέ ξανά τη ζωή της. Η ζωή της ήταν πλέον τα λουλούδια, τα φορέματα από λουλούδια, οι πολλές της ζωγραφιές αλλά και ο κήπος της και οι γλάστρες της στο μπαλκόνι.

Εγώ, πάντοτε, λάτρευα τα λουλούδια. Εκείνη, όμως, δεν τα λάτρευε απλώς, τα αγαπούσε! Τα φρόντιζε σαν να ήταν παιδιά της. Καθόταν ώρες στον κήπο και μιλούσε μαζί τους. Τα πότιζε, τα κλάδευε, φύτευε όλο και κάποιο συνέχεια. Σε μια τσιμεντένια γωνιά έβαλε ένα κουκούτσι. Σήμερα, ανάμεσα στις πολυκατοικίες με μηδαμινό φως ξεπροβάλλει μια μουσμουλιά γεμάτη καρπούς και ανθίζει κάθε τόσο. Αγαπούσε τόσο τα λουλούδια που πήγαινε στο παρκάκι πάνω από το σπίτι μας και μάζευε και άλλα λουλούδια. Η μαμά φώναζε γιατί στο μπαλκόνι άνθρωπος δε χωρούσε. Μόνο γλάστρες και εργαλεία.

Ετών 75. Αυτά τα λουλούδια, ήταν που θα την έσωναν τελικά. Τη θυμάμαι φορούσε τη σκούρα πράσινη φουστίτσα της ως το γόνατο με τα μαύρα της δερμάτινα με λίγη δαντέλα παπουτσάκια και τη μωβ πλεκτή ζακέτα της με τα λευκά λουλούδια και το καφέ με εκρού λουλούδια μαντήλι στο κεφάλι. Είπαμε παλαιοημερολογίτισσα αλλά τα χρώματα παντού επάνω της. Την είδα να περπατάει απέναντι από το παρκάκι και να χαζεύει τον κήπο ενός γείτονα. Έκανα να της μιλήσω. Δυστυχία. Ατυχία. Δε με γνώρισε. Την πήρα από το χέρι και περπατήσαμε ως το σπίτι μας.

Δυο χρόνια όλα και όλα. Γεροντική άνοια. Αλτσχάιμερ. Δυο χρόνια από τα πιο δύσκολα όλης της οικογένειας μου. Δυο χρόνια που αν με ρωτούσε κανείς θα τα ξαναζούσα από την αρχή. Όσο και αν πονέσαμε όλοι και ιδίως εκείνη. Έφυγε στο παιδικό μας δωμάτιο. Δεν μπορούσαμε στιγμή να την αφήσουμε μόνη της. Δε θέλαμε. Πλέον «ζει» στο δικό της σπίτι στο χωριό μας.

-          Μαμά, να της φορέσουμε το σιελ ταγιεράκι της; Αυτό με τα λευκά λουλούδια και την καρφίτσα της που τόσο της άρεσε; Α! και το μπλε λευκό σιελ μεταξωτό μαντήλι της; Να της βάλουμε και τα σάβανα της από τους αγίους τόπους; Και τα υφάσματά της τα αγαπημένα;
-          Ναι, Μάχη, όλα θα της τα βάλουμε.

Η τελευταία της εικόνα, ναι αυτή στο φέρετρο της, ήταν στα μπλε, κόκκινα, κίτρινα χρώματα. Θαρρείς πως είχαμε γιορτή. Αλλά όχι.  Αγαπούσε τα λουλούδια και αυτά τη συντρόφεψαν. Κόκκινα, λευκά γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα, γύρω της παντού. Στο νέο της σπίτι έγραφε Μάχη όπως όλοι τη ξέραμε. Είχε όμως και ένα άλλο όνομα δίπλα, αυτό της ταυτότητάς της. Ευανθία. Ναι, Ευανθία. Ευ + άνθος. Ένα πολύ καλό και όμορφο λουλούδι. Η γιαγιά μας.  

2 σχόλια:

  1. Μάχη μου πόσο με συγκίνησες δεν ξέρεις..
    Έχω χάσει όλους τους παππούδες μου από νωρίς και γενικότερα έχω μια αδυναμία στην τρίτη ηλικία,τυχαίνει να έχω εργαστεί πολύ μαζί τους σαν κοινωνική λειτουργός και λάτρευα να μου λένε τις ιστορίες τους.
    Θα είναι περήφανη εκεί ψηλά η γιαγιά σου που διηγήθηκες με τόση τρυφερότητα την δική της ιστορία..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ Κατερινακι μου!!! Εγώ γνώρισα μόνο αυτή τη γιαγιά μου, δεν πρόλαβα κανέναν άλλον και επειδή με μεγάλωσε πάντα είχα ένα δέσιμο. Γενικά και εγώ έχω μια αδυναμία ή μια ευαισθησία θα έλεγα στους ηλικιωμένους, τους θεωρώ ότι είναι σαν μικρά παιδιά που έχουν την ανάγκη μας ή μάλλον την στοργή μας. Ήθελα πάντα με κάποιο τρόπο να διηγηθώ την ιστορία της και ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Σε ευχαριστώ πολύ και πάλι!!! :D

      Διαγραφή

You might also like:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...